ισοδέξιος

ισοδέξιος
ἰσοδέξιος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί με ίση δεξιότητα και τα δυο του χέρια, αμφιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -δεξιος (< δεξιός), πρβλ. επι-δέξιος, υπερ-δέξιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”